-
1 усовершенствование
η βελτίωση, η τελειοποίηση, η καλυτέρευσηη τροποποίησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > усовершенствование
-
2 освоение
-я ουδ.αφομοίωση• αξιοποίηση καλλιέργεια•освоение нового материала учениками η αφομοίωση της νέας διδακτικής ύλης από τους μαθητές•
освоение новых методов производства αφομοίωση νέων μεθόδων παραγωγής.
|| κατάχτηση• καλλιέργεια•освоение техники η κατάχτηση της τεχνικής•
освоение космоса κατάχτηση του Διαστήματος•
освоение целинных и залежных земель η καλλιέργεια των παρθένων και χέρσων εδαφών.